- μολυβδόνερο
- και μολυβόνερο, το(φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυβόνερο — το βλ. μολυβδόνερο … Dictionary of Greek